Αγαπητέ αναγνώστη,
Αυτό το άρθρο προκύπτει σήμερα μέσα από μία ησυχία μετά από μια ταραγμένη περίοδο, κάτι σαν το ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα. Έχω αναφέρει αρκετές φορές τις έννοιες 'εγώ' και 'εαυτός' και κάποια στοιχεία για το τί μπορεί να περιλαμβάνουν. Είμαστε το σώμα μας, οι ανάγκες και οι επιθυμίες του, είμαστε τα συναισθήματά μας και ό,τι αυτά εκφράζουν, είμαστε οι σκέψεις μας και ό,τι αυτές δηλώνουν, είμαστε η ψυχή μας και όσα ξέρουμε και δεν ξέρουμε για αυτήν. Όλα αυτά τα επίπεδα υπάρχουν ταυτόχρονα και αλληλεπιδρούν με τρόπους που δε ξέρουμε και δεν κατανοούμε ακριβώς ακόμα αλλά μπορούμε κάπως να συμπεράνουμε ότι είμαστε πολυδιάστατες υπάρξεις. Το πώς αισθάνεται το σώμα, επηρεάζει το συναίσθημα, τις σκέψεις και την ψυχή και αντίστροφα. Άρα ό,τι βιώνουμε έχει σε ένα βαθμό παρουσία σε όλα τα επίπεδα. Όταν ξεκίνησα να εκπαιδεύομαι στην ψυχοθεραπεία και αρχίζοντας να κάνω τις πρώτες μου ώρες πρακτικής, είχα εντυπωσιαστεί με αυτό που συναντούσα και βιώνα κατά τη διάρκεια των συνεδριών. Δεν εννοώ μόνο τα προβλήματα, τις δυσκολίες, τον πόνο και όσα άλλα δύσκολα μπορεί να νιώσει κάποιος στη θεραπευτική διαδικασία αλλά και κάτι άλλο που λίγοι μιλούν για αυτό . Μέσα και από τη δική μου διαδικασία, άρχισα να ανακαλύπτω τις διάφορες διαστάσεις και μορφές που όλοι οι άνθρωποι διαθέτουμε. Άρχισα να βλέπω, να νιώθω και να ακούω εμένα και άλλους ανθρώπους να μιλάμε για τους εαυτούς μας ως τοπία, εικόνες, χρώματα, παραστάσεις και αισθήσεις. Κάποιοι άνθρωποι ξεκινούν ψυχοθεραπεία γιατί θέλουν να επιλύσουν ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, κάπου δεν αισθάνονται λειτουργικοί και θέλουν να το διορθώσουν. Κάπως έτσι ξεκίνησα και εγώ με την ελπίδα ότι θα ξεμπλοκάρω από εκεί που είχα κολλήσει, θα κλέισουν και θα γιατρευτούν οι πληγές, θα βρώ απαντήσεις, θα προχωρήσω μπροστά μόνο ευτυχισμένος. Ενόσω η διαδικασία συνεχιζόταν άρχιζα να ανακαλύπτω και άλλα πράγματα για μένα και άλλες πληγές και άλλες αισθήσεις και άλλα τοπία κάποτε ήσυχα, κάποτε έντονα, κάποτε άκαμπτα, κάποτε ρευστά, αλλά ήταν όλα δικά μου. Αυτό ακριβώς βλέπω και βλέπουν και οι ίδιοι οι άνθρωποι με τους οποίους έχω δουλέψει αρκετό καιρό. Βλέποντας και συνδεόμενος με τα τοπία κάποιου αισθάνομαι δέος και βαθιά συγκίνηση. Αγαπημένη μου παρομοίωση είναι σαν κάποιος να σου ανοίγει την πόρτα και σιγά σιγά να σε ξεναγεί στο σπίτι του και να μπαίνετε μαζί σε δωμάτια που ήταν κλειστά και να ανακαλύπτετε καινούργια δωμάτια προς εξερεύνηση που το καθένα με ό,τι περικλείει αποτελεί το άτομο. Φυσικά η κυριότητα της ανακάλυψης κατέχεται από το άτομο και εγώ συμμετέχω με ευλάβεια και προσοχή προσφέροντας έναν καθρέφτη, μιά κάποια οπτική για αυτό που το άτομο ανακαλύπτει και βιώνει εκείνη τη στιγμή. Όλη αυτή η διαδικασία είναι ιερή για μένα καθώς αφενός μπορεί να βρεθούμε σε πολύ εύθραστους χώρους κάτι σαν ιερή πομπή και αφετέρου η εξερεύνηση των τοπίων που αποτελούν τον άνθρωπο είναι σαν μια απόδειξη της ύπαρξης του θεού. Βλέπω ομορφιά, ποιότητες, κίνηση, δονήσεις, το ανθρώπινο και όχι καλό ή κακό, όχι λίγο ή πολύ, όχι ευτυχία ή δυστυχία. Παρατηρώ τον εαυτό μου συχνά να παίρνει την θέση της υπεράσπισης της ψυχοθεραπείας, που τόσο έχει κατηγορηθεί για τα κίνητρά της, κυριώς έναντι των διάφορων νέων μεθόδων που υπόσχονται γρήγορα και θεαματικά αποτελέσματα επιβολής στο συνειδητό 'εγώ' και κατάκτησης όσων 'μας προσφέρουν' την ευτυχία μέσω της πρόσβασης στο ασυνείδητο. Δεν αναφέρομαι σε καμιά συγκεκριμένη μέθοδο, ούτε αμφισβητώ ότι μπορούν να έχουν σημαντικά αποτελέσματα. Το σχόλιό μου αφορά κυρίως στη δέσμευση της διάρκειας και στην προσωπική προσπάθεια. Η θεραπευτική διαδικασία είναι ένα χώρος που υπήρχε πάντα με διάφορες μορφές ως ο τόπος όπου ο άνθρωπος μπορούσε να εξερευνήσει τις εμπειρίες του, να τις κατανοήσει, να τις ενσωματώσει, να καθησυχαστεί και έτσι να ελευθερωθεί και να εξελιχθεί όπως με παρόμοιο τρόπο η φωτιά και το μαγείρεμα του φαγητού βοήθησαν τον άνθρωπο να εξελίχθεί αφήνοντας στη διάθεσή του (λόγω ευκολότερης πέψης) περισσότερη ενέργεια για να ξοδέψει. Σε ένα βαθμό κάθε ανθρώπινη επαφή έχει τη δυνατότητα να κάνει ίδιο πράγμα. Όταν αισθανόμαστε οικεία με έναν άνθρωπο, συνδεόμαστε ταυτόχρονα με κάτι δικό μας και κάτι δικό του. Εάν βλέπουμε τον άνθρωπο ως το σύνολο των τοπίων και των ποιοτήτων του που μπορεί να μην τα γνωρίζει ούτε ο ίδιος, τότε μπορούμε να του μάθουμε να τα βλέπει και να μας μάθει να βλέπουμε τα δικά μας. Δεν εννοώ ο καθένας να προσπαθεί να θεραπεύσει τον όποιο άλλο, αλλά αναφέρομαι στη θέση που μπορεί να πάρει ο καθένας μας απέναντι στον εαυτό του και στους άλλους. Είμαστε εμείς πρώτοι που ξεχνάμε και δεν συνδεόματε με τα τοπία μας, που τα εγκαταλείπουμε ως λιγότερο ενδιαφέροντα από του άλλου. Είμαστε εμείς πρώτοι που υψώνουμε τείχη μπροστά τους για να τα προστατεύσουμε από τον άλλο, είμαστε εμείς πρώτοι που δεν τα αγαπάμε και δεν τα φροντίζουμε ρίχοντάς τα βορά στις διαθέσεις και στην κριτική των άλλων. Αν αρχίζουμε να βλέπουμε και να φροντίζουμε τον εαυτό μας ως ένα ολόκληρο κόσμο, με πλούσια τοπία και διαστάσεις και όχι μόνο σαν μια μηχανή (είτε σωματική είτε συναισθηματική) που πρέπει να στοχεύει μόνο στην ευτυχία και σε μία αόριστη ανάπτυξη, τότε ίσως καταφέρουμε να εκτιμήσουμε, να έρθουμε σε επαφή και πραγματικά να βιώσουμε το βάθος και το μεγαλέιο της ύπαρξής μας, των άλλων και του σύμπαντος του οποίου όλοι αποτελούμε μέρος. Με αγάπη, Παναγιώτης
0 Comments
Αγαπητέ αναγνώστη,
Νομίζω είναι έκδηλο πιά ότι οι έννοιες της επιθυμίας- και της δημιουργίας της- και της ολοκλήρωσης είναι κάποιες από τις έννοιες που με απασχολούν συχνά και υπάρχει μια συνέχεια και εμβάθυνση στη διερεύνησή τους. Έγραψα σε προηγούμενο άρθρο για την ανάγκη μας να ικανοποιούμε τις εσωτερικές μας επιθυμίες μέσα από τη χρήση πραγμάτων, ανθρώπων κλπ. Υπάρχει κάτι βαθιά αντιφατικό σε αυτήν την πρόταση που καλεί προς εξέταση, πώς δηλαδή κάτι που είναι δικό μας βαθιά εσωτερικό μπορεί να καλυφθεί από ένα εξωτερικό μέσο; Ίσως μια κάποια απάντηση να μη βρίσκεται σε αυτήν την αντίφαση αλλά σε μια διαφορετική θεώρηση του ερωτήματος. Στη σωματική διάσταση, στη ύλη δηλαδή, έχουμε απόλυτη ανάγκη π.χ. το φαγητό και το νερό για να επιβιώσουμε, τη στέγη και τα ρούχα για να προστατευτούμε κ.ό.κ. Στις δυτικές κοινωνίες αυτό έγινε το πρόταγμα για όλες μας τις επιθυμίες, αν καταναλώσουμε κάτι, σε ψυχολογικούς όρους αν 'πάρουμε κάτι μέσα μας' τότε θα είμαστε ευτυχισμένοι, ήρεμοι, δε θα υποφέρουμε από την πείνα, το κενό κλπ. Άρα σε ένα βαθμό θεωρούμε ότι αυτό που μας κάνει ευτυχισμένους και ολόκληρους είναι αυτό που μας λείπει και πρέπει να το πάρουμε από το εξωτερικό περιβάλλον σαν ένα κομμάτι ενός παζλ. Είναι αλήθεια ότι ερχόμαστε σε αυτόν τον κόσμο σε απόλυτη αδυναμία, ένα νεογέννητο δε μπορεί να κάνει τίποτα μόνο του και για την επιβίωσή του χρειάζεται τα πάντα από το περιβάλλον του, τροφή, προστασία, φροντίδα άρα βιώνουμε την απόλυτη εξάρτηση από κάτι άλλο έξω από εμάς για το οποίο δεν έχουμε έλεγχο. Έτσι επιχειρούμε να βρουμε διάφορους τρόπους για να επικοινωνήσουμε στο περιβάλλον τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας ώστε να μπορέσουν να εκπληρωθούν. Όταν δεν εκπληρώνονται για μεγάλο χρονικό διάστημα ή διακοπούν απότομα τότε βιώνουμε βαθύ πόνο επειδή υπάρχει η πιθανότητα θανάτου -φυσικού ή συναισθηματικού-. Όσο μεγαλώνουμε από μωρά σε παιδιά σε εφήβους σε ενήλικες σχηματίζουμε έτσι πρότυπα και δομές για το τί ανάγκες έχουμε, αν και πώς μπορούν να ικανοποιηθούν από εμάς ή/ και από το περιβάλλον μας έχοντας έτσι εσωτερικεύσει τις απαντήσεις του περιβάλλοντος μας ως δικές μας. Για παράδειγμα, εάν μεγαλώνοντας θέλαμε να πάρουμε ένα ρίσκο και οι γονείς μας μας είπαν 'μην παίρνεις μεγάλα ρίσκα γιατί δε βγαίνουν σε καλό', τότε πολύ πιθανό ότι δε θα πάρουμε ρίσκα γιατί 'ξερουμε' ότι δε θα είναι για το καλό μας, ανεξάρτητα αν επιθυμούμε πολύ αυτό για το οποίο θέλουμε να πάρουμε το ρίσκο. Ταυτόχρονα, μεγαλώνοντας σχηματίζουμε και ένα 'Εγώ' που σκοπός του είναι η ανεξαρτησία κυρίως από τις προαναφερθείσες δομές. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στα χρόνια της εφηβείας όπου ένας έφηβος έρχεται σε μια μεγάλη έκδηλη σύγκρουση απέναντι σε όλη την ασφάλεια αλλά και τον περιορισμό που έχει μάθει από το περιβάλλον του και σε μια έκρηξη αυτονομίας του να ανακαλύψει πράγματα, να εξερευνήσει, να παίρνει μόνος του αποφάσεις κλπ Είναι μία από τις μεταβατικές φάσεις της ζωής του ανθρώπου που είναι αρκετά κρίσιμη ως προς την περαιτέρω εξέλιξή του. Για παράδειγμα, εάν το περιβάλλον απαντήσει στην έφηβο με πρόσθετους περιορισμούς μη αντιλαμβανόμεη υγιή ανάγκη για ανεξαρτηία, τότε η έφηβη μπορεί να εγκαταλείψει τις περιπέτειες που ήθελε να αρχίσει καταπιέζοντας έτσι ένα ζωτικό της κομμάτι ή αντίθετα να κάνει ακραίες ενέργειες ανεξαρτησίας δημιουργώντας έτσι ένα εσωτερικό και εξωτερικό ρήγμα με ό,τι πρίν ήταν μέρος αγάπης και ασφάλειας. Αντίστοιχες τέτοιες μεταβάσεις έχουμε αρκετές στη ζωή μας, σχεδόν κάθε φορά που κλείνουμε ένα κύκλο και ανοίγουμε ένα νέο. Αφήνουμε δηλαδή κάτι γνώριμο, μια δουλεία, μία σχεσιακή κατάσταση, μία πόλη και πηγαίνουμε σε κάτι καινούργιο ακολουθώντας μια καινούργια επιθμία, ένα κάλεσμα. Σε ένα βαθμό αυτό συμβαίνει πολύ πιό συχνά αφού το σώμα μας ανανεώνεται σχεδόν ολόκληρο κάθε 7 με 15 χρόνια, άρα και σε φυσικό επίπεδο αυτό που θεωρούμε δεδομένο και σταθερό δεν είναι τόσο. Λογική επακόλουθη ερώτηση είναι εαν ολοκληρώνεται ποτέ αυτός ο κύκλος. Εάν δηλαδή το σύνολο των επιθυμιών μας κάποτε ολοκληρώνεται. Η θεώρηση της ανατολής είναι ότι η ολοκλήρωση συμβαίνει κάθε στιγμή, ότι είμαστε ολόκληροι κάθε στιγμή και το γεγονός ότι θεωρούμε τους εαυτούς μας ή τον κόσμο μη ολόκληρους που περιμένουν να ολοκληρωθούν είναι μια πλάνη ακριβώς επειδή έχουμε πιστέψει και βιώσει τους εαυτούς μας ότι βρίσκονται σε έλλειψη. Γυρνώντας στην επιθυμία ως άγκυρα και πυξίδα μπορούμε να αναρωτηθούμε τί είναι ουσιαστικά η επιθυμία. Η επιθυμία μας δείχνει το δρόμο για ένα αίσθημα, χαιρόμαστε όταν πετυχαίνουμε κάτι, κάνουμε κάτι για να αισθανθούμε ασφαλείς, δημιουργικοί, γεμάτοι, ότι ανήκουμε, ότι δεν είμαστε μόνοι κλπ. Στην πραγματικότητα αυτά τα αισθήματα ανήκουν ήδη σε εμάς και όχι σε κάτι εξωτερικό και ενεργοποιούνται κατά τη βούλησή μας με εξωτερικό ερέθισμα ή χωρίς. Με παρόμοιο τρόπο που όλοι διαθέτουμε καρκινικά κύτταρα και υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να ενεργοποιηθούν. H ανώτερη αξία προς την ολοκλήρωση (που έχω αισθανθεί μέχρι τώρα τουλάχιστον) είναι αυτή της ενσωμάτωσης των μαθημάτων της ζωής μας στην υπηρεσία προς στον άλλο. Αν το σκεφτούμε καλά ό,τι κάνουμε θέλουμε να αφορά, κάνουμε οικογένειες, επιχειρήσεις που θέλουμε να βρούν κάτι χρήσιμο οι άλλοι, εκδηλώσεις, ομάδες που θα δίνουν κάτι σε εμάς και κάτι στον άλλο. Με τον ίδιο τρόπο έχουμε οργανώσει τις κοινωνίες μας όπου ο ένας εξυπηρετεί τον άλλο, χρησιμοποιούμε δηλαδή γνώσεις και ικανότητες για να αλληλοεξυπηρετηθούμε. Για να δημιουργήσουμε όμως μια συνειδητή, ολόκληρη πραγματικότητα όπου θα σχετιζόμαστε με το περιβάλλον μας και ως ελλειπτικοί- όταν χρειαζόμαστε κάτι από κάποιον άλλο- και ως ολόκληροι, χρειάζεται να επιλύουμε ξανά και ξάνα αυτές τις 'εφηβικές συγκρούσεις' των 'Εγώ' -εσωτερικές και εξωτερικές- δίνοντας χώρο σε κάτι μεγαλύτερο από εμάς. Με αγάπη, Παναγιώτης Αγαπητέ αναγνώστη,
Απο ό,τι φαίνεται ο Φεβρουάριος είναι ο μήνας που τα θέματα του 'σχετίζεσθαι' βρίσκονται πολύ στην επιφάνεια. Όπως φάινεται και στον τίτλο, αυτό το άρθρο ασχολείται με την ισότητα και ειδικά στις σχέσεις. Ομολογώ δυσκολεύτηκα αρκετά να βρώ πολλά λόγια για αυτό το άρθρο καθώς αισθάνθηκα ότι αγγίζει αρκετά βαθιά νοήματα που πολλές φορές είναι στη αισθηματική/διαισθητική σφαίρα από ότι στην λογική, λεκτική. Σίγουρα κάποια στιγμή στη ζωή μας όλοι έχουμε βρεθεί σε μία παρέα όπου ακούγονται μειονεκτικά σχόλια για κάποιον, είτε κάποιος έχει 'μικρά' αυτιά, είτε 'μεγάλο' κεφάλι, είτε είναι πιό δυνατός ή αδύναμος από άλλους, είτε είναι λίγότερο ή περισσότερο συναισθηματικός από άλλους. Σε παιδικές ηλικίες αυτά τα σχόλια ακούγονται περισσότερα από γονείς, αδέρφια και στενούς φίλους και αφήνουν συγκεκριμένα στίγματα για το ποιά χαρακτηριστικά θεωρεί σημαντικά και άξια το περιβάλλον (άρα και ο κόσμος σε ένα βαθμό) και τί σημαίνει κάποιος να τα διαθέτει και τί όταν δεν τα διαθέτει. Αυτά τα σχόλια ακριβώς επειδή βασίζονται σε συνειδητές ή ασυνείδητες πεποιθήσεις, παίρνουν και τη μορφή μορφασμών ή και πράξεων, δεν μένουν δηλαδή μόνο στο λεκτικό κομμάτι. Όχι πολλές δεκαετίες πρίν οι γυναίκες, για παράδειγμα, θεωρούνταν από τους άνδρες υποδεέστερες τους και άρα λέξεις και συμπεριφορές μετέδιδαν αυτό το μήνυμα και σε αυτή τη βάση δημιουργόντουσαν οι σχέσεις μεταξύ τους. Όταν κάποιες γυναίκες άρχισαν να διαπιστώνουν ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει κανένας λόγος για μια τέτοια διάκριση, είναι δηλαδή μια κατασκευασμένη διάκριση, τότε ξεκίνησαν να αντιδρούν υπερασπιζόμενες το δικαίωμά τους για ισότητα. Το ίδιο άρχισε σιγά, σιγά να συμβαίνει σε ανθρώπους με διαφορετικό χρώμα δέρματος, με διαφορετικές σεξουαλικές προτιμήσεις, με διαφορετικές θρησκείες, με διαφορετικές ανάγκες π.χ. άνθρωποι σε αμαξίδια κλπ. Σιγά σιγά αρχίζουμε να διαπιστώνουμε οι άνθρωποι (και έχουμε αρκετό δρόμο μπροστά μας απο ό,τι φαίνεται) ότι η ισότητα δεν αφορά μόνο στην αναγνώριση ενός νομικού δικαιώματος, στην κατοχύρωση ενός νόμου κλπ παρόλο που και αυτά είναι πολύ σημαντικά και αποτελούν τη βάση οποιουδήποτε διαλόγου. Το θέμα της ισότητας είναι μάλλον όσο βαθύ είναι και το θέμα του εαυτού, το ποιός είναι δηλαδή ο καθένας και πόσο αυτό που είμαστε το σεβόμαστε ή όχι. Αναγνωρίζω κάποιον άλλον, διαφορετικό από εμένα ως ίσο σημαίνει τον κοιτώ στα μάτια και δε βλέπω μόνο την ταμπέλα, την αντίληψη, την πεποίθηση, την ερμηνεία που έχω από πρίν για αυτόν το άνθρωπο λόγω της διαφορετικότητάς (σε χαρακτηριστικά, συμπεριφορά κλπ) του από εμένα αλλά τον βλέπω για αυτό που είναι συνολικά. Τον βλέπω ως μια ψυχή που είναι σε ενα σώμα, το οποίο γεννήθηκε και θα πεθάνει όπως το δικό μου, που ζεί στον ίδιο κόσμο με εμένα, που χρειάζεται να φάει, να πιεί, να χαρεί, να μάθει, να αγαπήσει και να αγαπηθεί όπως και εγώ. Σταδιακά μαθαίνουμε ή ίσως καλύτερα θυμόμαστε οι άνθρωποι ότι η ισότητα δεν είναι ένα διαπραγματεύσιμο πράγμα, είναι δεδομένο όσο δεδομένη είναι η ανάσα που παίρνετε τώρα. Όταν βλέπουμε κάποιον καλύτερο ή λιγότερο, πιό σημαντικό ή πιό ασήμαντο για αυτό που είναι, για αυτό που κάνει, για αυτό που του αρέσει τότε έχουμε βάλει συγκεκριμένα γυαλιά οράσεως του κόσμου πιθανότατα φτιαγμένα από την κοινωνία ή από παλίες οικογενειακές μας αντιλήψεις. Διαφορετικοί είμαστε όλοι, κάθε ένας από μας όσο και να μοιάζουμε, όσα κοινά βιώματα ή προτιμήσεις και να έχουμε, είμαστε διαφορετικοί από οποιονδήποτε άλλο στον πλανήτη για αυτό είμαστε και μοναδικοί. Αυτές οι όποιες δαφορές μας, μας υπενθυμίζουν την ποικιλία της ζωής, το πόσο πλούσια και δημιουργική είναι η φύση και τις άπειρες ανθρώπινες δυνατότητες που συνθέτουν το όλο. Αξιολογώντας κάτι ως ανώτερο ή κατώτερο (και ο άνθρωπος το κάνει επανειλημμένα στη φύση) ο άνθρωπος φοράει τα γυαλιά της πλάνης και υιοθετεί ένα ρόλο ίσως και ανώτερο του Θεού αποφασίζοντας τη μοίρα των ζώων και των ανθρώπων βάση του ποιά χαρακτηριστικά διαθέτουν. Έτσι αποφασίζει ποιοί άνθρωποι θα έχουν πρόσβαση σε νερό και φαγητό, ποιοί σε εκπαίδευση, ποιοί σε δικαιώματα ψήφου και αυτονομίας κ.ό.κ. Σε μικρότερη κλίμακα μια οικογένεια μπορεί να αποφασίσει ότι ένα συγκεκριμένο αντρικό ή γυναικείο πρότυπο είναι τα σωστά έναντι κάποιας άλλης έκφρασης του φύλου, μην εκτιμώντας και καταπιέζοντας έτσι τις όποιες αποκλίσεις μπορεί να παρουσιάζονται στα παιδιά. Όλοι μπορούμε να αποφασίζουμε τί μας ταιριάζει περισσότερο και τί όχι, τί θέλουμε να κάνουμε στη ζωή μας, πώς και με ποιούς να την περάσουμε, τι προτιμάμε, αλλά το να θεωρούμε κάτι λιγότερο ή περισσότερο δηλώνει κάτι βαθιά προβληματικό. Το ότι αυτός ο άνθρωπος δεν εκτιμά όλες τις εκφάνσεις τις φύσης άρα και όλες τις εκφάνσεις του ίδιου του εαυτού ως μέρος της. Γι'αυτό ίσως την επόμενη φορά που κάποιος θα σας κρίνει για κάτι, θα μπορούσατε να τον ρωτήσετε τί είναι αυτό που δεν του αρέσει στον εαυτό του και το προβάλλει σε εσάς. Και ανάποδα, να ρωτήσετε εσάς όταν κρίνετε κάποιον. Με αγάπη, Παναγιώτης Αγαπητέ αναγνώστη,
Το σημερινό άρθρο είναι πολύ κοντά στην καρδιά μου και θεωρώ ότι ακουμπάει σε πολύ βαθιά κομμάτια της ανθρώπινης ψυχής. Θέλω ειδικά να επικεντρωθώ στο ρόλο της άνευ όρων αγάπης στις σχέσεις. Νομίζω ότι σταδιακά απορρέει σταδιακά από προηγούμενα άρθρα που έχω γράψει για τις σχέσεις και του λόγους για του οποίους ξεκινάμε, συνεχίζουμε ή φεύγουμε από σχέσεις. Στα παιδικά μας χρόνια μέσα από τις εμπειρίες, τα βιώματα και τα μηνύματα από τους οικείους και το περιβάλλον μας μαθαίνουμε το πώς λειτουργεί ο κόσμος, τί είναι καλό και κακό, ποιοί είμαστε και δεν είμαστε, τί πρέπει να κάνουμε κλπ . Όλοι έχουμε ιδέες και βιώματα για το τί είναι ή δεν είναι αγάπη βάση αυτών των εμπεριών. Από τα παιδικά μας χρόνια μαθαίνουμε, για παράδειγμα, ότι για να μας αγαπάνε οι γονείς μας και για να τους αγαπάμε και εμείς θα πρέπει να κάνουμε το ένα ή το άλλο πράγμα, θα πρέπει να συμπεριφερόμαστε με ένα συγεκριμένο τρόπο και να πετυχαίνουμε συγεκριμένα πράγματα. Με αυτόν τον τρόπο μαθαίνουμε ουσιαστικά ότι υπάρχουν κομμάτια του εαυτού μας που αξίζει να αγαπηθούν και άλλα που δεν είναι άξια. Αν για παράδειγμα, κάνουμε κάτι που δεν αρέσει στους γονείς μας τότε μπορεί να στεναχωρηθούν και εμείς ως εξαρτώμενοι απο εκείνους αλλά και επειδή τους αγαπάμε, δεν θέλουμε να τους στεναχωρούμε άρα ή σταματάμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε ή το κάνουμε και σε κάποιο βαθμό αισθανόμαστε ένοχοι για αυτό και κρύβουμε κάπου αυτήν την ενοχή. Καθώς μεγαλώνουμε αυτή η σχεσιακή δομή τόσο με τον εαυτό μας, όσο και με τους άλλους (αν δεν ανατραπεί) παγιώνεται αποτελώντας συνειδητά ή ασυνείδητα τον τρόπο με τον οποίο συνδεόμαστε και σχετιζόμαστε. Τα κομμάτια ή οι ανάγκες μας που έχουμε καταπιέσει επειδή δεν ήταν αποδεκτά, δεν πεθαίνουν αλλά ζούν στη σκιά μας περιμένοντας κάποια στιγμή να βγούν. Ένα γνωστό τέτοιο παράδειγμα είναι όταν οι άνθρωποι παθαίνουν 'κρίση μέσης ηλικίας' όπου, λόγω της συνειδητοποίησης ότι μεγαλώνουν και ο χρόνος ζωής τους δεν είναι άπειρος, έρχονται σε επαφή με αυτά τα καταπιεσμένα κομμάτια τους και θέλουν να κάνουν και να ζήσουν όσα δεν έχουν ζήσει προηγουμένως και πάντα ήθελαν. Η ενηλικίωση και η ολοκλήρωσή μας δεν είναι γραμμικές διαδικασίες που συμβαίνουν από το Α στο Β στο Γ αλλά πάντα μπορεί να ανακαλύπτουμε μέρη του εαυτού μας που δεν ξέραμε προηγουμένως ή θέματα που νομίζαμε ότι είχαμε επιλύσει αν επιστρέφουν με άλλη μορφή για να επιλύσουμε μια άλλη πλευρά τους. Οι διάφορες σχέσεις που δημιουργούμε στην πορεία της ζωής μας καθρεφτίζουν κάθε φορά του που βρισκόμαστε σε σχέση με εμάς και με τη ζωή μας. Άλλου είδους σχέσεις κάνουμε όταν είμαστε 20 χρονών, άλλες στα 30, άλλες στα 50. Κάποιοι άνθρωποι, βέβαια, συνεχίζουν να σχετίζονται με τον ίδιο τρόπο καθόλη τη διάρκεια της ζωής του αγνοώντας σε ένα βαθμό τα μαθήματα που μπορεί να έχουν πάρει από κάθε σχέση. Οι σχέσεις είναι εκείνος ο αμοιβαία κατασκευασμενος τόπος όπου μπορούμε να προβάλλουμε τον εαυτό μας, αλλά και να βιώσουμε αυτό που δεν είμαστε εμείς, τον άλλο. Κάποιος θα μπορούσε να πεί ότι είναι από μόνη της μια σχιζοειδής κατάσταση καθώς στο ίδιο χώρο βλέπουμε εμάς και τον άλλο, κάπως σαν να κοιτάμε έναν καθρέφτη και πότε να βλέπουμε το είδωλό μας και ταυτόχρονα μέσα από τον καθρέφτη έναν άλλο. Στις σχέσεις 'μπαίνουμε' με ό,τι γνωρίζουμε από τον εαυτό μας αλλά και με τα ασυνείδητα κομμάτια μας, αυτά που έχουν καταπιεστεί ή δεν έχουν ακόμα φανερωθεί. Στον/στη σύντροφό μας μπορεί να αρέσουν κάποια κομμάτια από αυτα που είμαστε και κάποια άλλα όχι, παρόμοια με την αγάπη που πήραμε από τους γονείς μας. Μπορεί να μπούμε έτσι σε ένα παιχνίδι ότι πρέπει να αλλάξουμε για να αρέσουμε στον άλλον ή να αλλάξει εκείνος για να αρέσει σε εμάς καταπιέζοντας έτσι και άλλα κομμάτια μας. Ουσιαστικά, αυτό οδηγεί σε μία απομόνωση και μοναξιά τόσο με τον εαυτό μας όσο και με τον άλλο. Ίσως επίσης μέσα στη δυναμική της σχέσης να νιώσουμε άνετα και να δείξουμε κάποια από τα κομμάτια μας που προηγουμένως είχαν απορριφθεί (αλλά και εμείς οι ίδιοι μπορεί να είχαμε απορρίψει) περιμένοντας ότι μπορεί αυτή τη φορά να εκτιμηθούν και να αγαπηθούν και από εμάς και από τον άλλο. Πολλές σχέσεις συμβαίνουν και τελειώνουν σε αυτό το μοτίβο. Μπορεί όμως να υπάρχει και άλλη επιλογή, αυτή της άνευ όρων αγάπης. Σε αυτήν μαθαίνουμε να αγαπάμε τον άλλο όχι για αυτό που θα θέλαμε να είναι, αλλά για αυτό που είναι πραγματικά και μας αρέσει συνολικά, μας ταιριάζει, μας αγγίζει, θέλουμε να εξελιχθούμε μαζί του. Σε αυτήν συνειδητοποιούμε το γιατί δε μας αρέσουν τα κομμάτια του άλλου και πώς αυτά μπορεί να μας θυμίζουν αυτά που δεν μας αρέσουν σε εμάς φωτίζοντας έτσι τη σπηλιά της διαρκούς απόρριψης και επιβολής στο άλλο. Σε αυτήν αγκαλιάζουμε όλες τις προκλήσεις και τις δυσκολίες τις δικές μας και του άλλου γιατί ακριβώς αποτελούν κομμάτια (πολλές φορές βαθιά αλλοιωμένα) αυτού του ανθρώπου και δικά μας ακόμα και όταν αντιτίθενται στα δικά μας θέλω. Σε αυτήν η ολοκλήρωση του άλλου γίνεται και ολοκλήρωση δική μας όχι ως δυο εξαρτώμενα μισά αλλά ως δυο ολόκληρα που συμφωνούν διαρκώς να μαθαίνουν, να ανακαλύπτουν και να απολαμβάνουν το ένα το άλλο σε ένα διαρκές ταξίδι εξέλιξης. Σε αυτήν ο μόνος κίνδυνος ή απειλή είναι όταν κάποιος αποφασίζει ότι δε θελει να εξελιχθεί άλλο ή η εξέλιξή του μπορεί να βρίσκεται κάπου αλλού. Αν όλοι προσπαθούσαμε για αυτού του είδους την αγάπη σε ό,τι κάνουμε στη ζωή μας, τότε ο κόσμος μας θα ήταν ένα διαφορετικό μέρος με περισσότερη δημιουργία από καταστροφή. Με αγάπη, Παναγιώτης Αγαπητέ αναγνώστη,
Νομίζω ότι έχω (περι-)γράψει αρκετά για το τί μπορεί να κρύβεται πίσω από τα συναισθήματά μας, πώς ίσως να τα διαχειριστούμε, διάφορες θέσεις που παίρνουμε κλπ Σε αυτό το άρθρο θέλω να ασχοληθώ με μια πράξη εξαιρετικά σημαντική για κάθε μορφή ανθρώπινης επικοινωνίας, το να ακούμε. Είναι η πρώτη δεξιότητα που διδάσκεται σε εκπαιδεύσεις ψυχοθεραπείας, συμβουλευτικής και γενικώς επαγγελμάτων βοήθειας σε ανθρώπους. Επέλεξα (συνειδητά ή ασυνείδητα) να το σπουδάσω στο πτυχίο μου ως μέρος της επικοινωνίας αλλά και να εκπαιδευτώ σε αυτό σε διάφορα άλλα σεμινάρια σχετικά με τις δουλειές που έκανα δουλεύοντας με ανθρώπους. Παρ' όλα αυτά, δε γράφω ως κανενός είδους ειδικός αλλά ως ένας άνθρωπος με μια συγκεκριμένη εμπειρία. Το μεγαλύτερο μέρος της επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων συμβαίνει σε μη λεκτικό επίπεδο. Παίρνουμε πληροφορίες από τη στάση του σώματος, το πώς κοιτάει ο άλλος, το τί κινήσεις κάνει κλπ. Ο λόγος έρχεται μεταγενέστερα, συμπληρωματικά ή επεξηγηματικά (ή και αντιφατικά) να μεταφέρει το μήνυμα τις επικοινωνίας. Ο άνθρωπος έχει καταφέρει να εξελιχθεί και να δημιουργήσει πολιτισμό επειδή άρχισε να παράγει σκέψη και λόγο και άρα να αναστοχάζεται και να εκφράζεται μέσα από αυτόν. Η δεξιότητα ή η πράξη του να ακούμε κάποιον είναι απο τα πρώτα πράγματα που συμβαίνουν όταν ερχόμαστε σε επαφή με κάποιον και αρχίζουμε να συνδιαλεγόμαστε μαζί του. Έχοντας ήδη συλλέξει (αυτόματα) πληροφορίες από το πώς μιλάει, τον τόνο της φωνής, τις κινήσεις κλπ καταλαβαίνουμε τί θέλει να πεί, αν λέει αλήθεια, αν πιστεύει αυτό που λέει κλπ πάντα σε σχέση με το πλαίσιο μέσα στο οποίο συμβαίνει μια συνομιλία. Έπειτα εμείς ανάλογα με τις εμπειρίες, τις προθέσεις, τις προσδοκίες και τις συνθήκες λαμβάνουμε το μήνυμα και το επεξεργαζόμαστε για να απαντήσουμε με κάποιο τρόπο (θεωρώ ότι και η μη απάντηση, απομάκρυνση είναι μορφή απάντησης). Νομίζω όλοι μπορούμε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό να διακρίνουμε αν μια συνομιλία είναι επιτυχής ή όχι (ανεξάρτητα με το αποτέλεσμά της)., αν δηλαδή ο πομπός μετέδωσε ένα ξεκάθαρο μήνυμα και ο δέκτης το έλαβε ως τέτοιο. Το να ακούμε πραγματικά τον άλλο δεν είναι πάντα τόσο εύκολο εξού και οι πολλοί καυγάδες λόγω δυσκολίας στην επικοινωνία τόσο από τον πομπό όσο και από τον δέκτη. Σκεφτόμενος το πώς είναι κάποιος να είναι καλός ακροατής σκέφτομαι δύο κυρίως πράγματα. Το πρώτο είναι να είναι ανοιχτός να δεχτεί και το δεύτερο να είναι ανοιχτός να επηρεαστεί. Με το πρώτο εννοώ το να παραμένει διαθέσιμος στο να λάβει οποιοδήποτε μήνυμα, ακόμα και αν δε του αρέσει αυτό που θα ακούσει. Να λάβει το μήνυμα με 'καθαρό αυτί' χωρίς να παρεμβάλλονται πληροφορίες από προηγούμενες συζήτησεις, άλλες πληροφορίες που μπορεί να διακόπτουν τη ροή του μηνύματος ή συναισθηματικές καταστάσεις που μπορεί να κλείνουν τα αυτιά έστω και προσωρινά. Είναι σαν να περιμένουμε ένα γράμμα, αλλά το γραμματοκιβώτιό μας να ειναι γεμάτο ή να μας χτυπάνε το κουδούνι και εμείς να είμαστε στο μπάνιο και να μην το ακούμε. Είναι εύλογο ότι ο δέκτης δεν θα θεωρήσει την επικοινωνία πετυχημένη και μπορεί να αποτραβηχτεί από αυτήν ή να επιλέξει να τη συνεχίσει επαναλαμβάνοντας αυτό που ειπώθηκε. Ο δεύτερος όρος έχει να κάνει με ένα βαθύτερο επίπεδο, το πόσο δηλαδή μπορεί να αφήνουμε ένα μήνυμα να μας αγγίξει. Είναι όπως κάποιος πετάει ένα βότσαλο στη θάλασσα και αμέσως γυρνάει την πλάτη του χωρίς να δεί το αποτέλεσμα αυτης της κίνησης, το αν δηλαδή έκανε κύκλους στη θάλασσα, πήγε στον πάτο κλπ. Αφήνοντας ένα μήνυμα να μας αγγίξει, είναι σαν να αφήνουμε το νόημα που κρύβεται πίσω από αυτό να λειτουργήσει μέσα μας. Σαφώς και μερικά μηνύματα είναι απλές λειτουργικές πληροφορίες και δε χρειάζονται περαιτέρω χρόνο ή επεξεργασία. Για πιό σύνθετες επαφές όμως, μπορεί να χρειάζεται αυτός ο χρόνος, η προσοχή και η διάθεσή μας (εάν φυσικά θέλουμε) για να νιώσουμε πραγματικά τί ελέχθει, με τον ίδιο τρόπο που μπορεί η παρατήρηση της πέτρας να βυθίζεται στη θάλασσα μπορεί να μας δώσει μια αίσθηση ολοκλήρωσης της πράξης μας. Μερικές φορές ακούμε κάτι και μπορεί να μας ενοχλήσει άρα να αντιδράσουμε χωρίς να το έχουμε 'ακούσει αρκετά ώστε να δούμε πώς ειπώθηκε πραγματικά ή τι μπορεί να σημαίνει για εμάς. Άλλες φορές μπορεί να ακούσουμε κάτι, όπως π.χ. μιά καλή κουβέντα και να μην την αφήσουμε να μπεί μέσα μας και να μας αγγίξει. Κάποιες άλλες φορές μπορεί να ακούσουμε κάτι και να μην καταλάβαμε ακριβώς τί θέλει να πεί ο άλλος και αντί να ζητήσουμε διευκρίνηση, να κάνουμε υποθέσεις για το τί μπορεί να εννοούσε ο άλλος, άρα να απαντήσουμε σε αυτό που νομίζουμε ότι είπε. Κάθε 'γεγονός επικοινωνίας' (σε αυτή την περίπτωση λεκτικής), εάν γίνεται με ειλικρίνεια, εμπεριέχει νόημα και ο καθένας μας εκράζει την αλήθεια του. Αποτυπώνει αυτό που νιώθουμε, αυτό που σκεφτόμαστε, αυτό που θέλουμε να δείξουμε στον άλλο και στον κόσμο, αυτό που ίσως επεξεργαζόμαστε και δεν έχει κατασταλάξει ακόμα, αυτό που επιθυμούμε και ελπίζουμε. Σε τέτοιες πράξεις ουσιαστικά εξωτερικεύουμε και ακουμπάμε στα 'αυτιά' του άλλου μέρος της ψυχής μας και ό,τι την αποτελεί. Αποκαλύπτουμε τα εσωτερικά μας τοπία και χτίσματα. Προδίδουμε τα πιο βαθιά μυστικά μας. Ακούγοντας τον άλλο με διαθεσιμότητα, σεβασμό και διάθεση κατανόησης είναι σαν να νιώσουμε τον άλλο και να δούμε το λόγο που συνδέεται και τι χρειάζεται. Είναι σαν να είμαστε η θάλασσα που δέχεται ένα φτερό σε ήρεμα νερά σε αντίθεση με το να το δεχόμαστε με καρφιά. Με αγάπη, Παναγιώτης Αγαπητέ αναγνώστη,
Το προηγούμενο άρθρο για τη χαρά εύκολα με οδήγησε στα μονοπάτια για την επιθυμία. Επιθυμούμε καλή υγεία, αγάπη, χρήματα, σχέσεις, δουλειές, υλικά αγαθά κλπ. Η επιθυμία μπορεί να είναι τόσο γενική όσο και ειδική π.χ. 'επιθυμώ ένα γλυκό τώρα'. Μπορεί να έχει διάρκεια ή να είναι προσωρινή, δεν επιθυμούμε τα ίδια πράγματα για τη ζωή μας τώρα και δέκα χρόνια πριν. Η επιθυμία είναι ουσιαστικά ένας από τους τρόπους να εκφράσουμε αυτό που είμαστε και μας είναι σημαντικό. Κάποιοι άνθρωποι επιθυμούν να κάνουν κάτι πιό χειρωνακτικό για εργασία, άλλοι κάτι πιο θεωρητικό, κάποιο άνθρωποι επιθυμούν να ζούν στην καρδιά μιας πόλης και κάποιοι άλλοι είναι να ζούν σε ένα χωριό. Το να έχουμε επιθυμίες είναι συνυφασμένο με το είμαστε ζωντανοί. Με την επιθυμία νοηματοδοτούμε τη ζωή μας, συνεχίζουμε στο παρακάτω, εξελισσόμαστε. Ένα πράγμα όμως είναι να έχουμε επιθυμία για κάτι ή για κάποιον και άλλο πράγμα είναι να την ακολουθούμε. Ο δρόμος προς την επιθυμία δεν είναι πάντα γραμμμικός. Η επιδίωξη της επιθυμιας προϋποθέτει πρώτα και κύρια την αναγνώρισή της, την επαφή και συνειδητοποίηση του τί είναι σημαντικό για εμάς και αυτό μπορεί να χρειάζεται δουλειά, ειδικά αν για παράδειγμα έχουμε μάθει να επικεντρωνόμαστε στις επιθυμίες των άλλων. Εφόσον αναγνωρίζουμε κάθε στιγμή την εκάστοτε επιθυμία μας, τότε μπορούμε να κάνουμε ή όχι κάτι για να την ικανοποιήσουμε. Μπορεί να επιθυμούμε κάτι και να μην αισθανόμαστε ότι το αξίζουμε ή ότι δεν μας είναι προσιτό άρα να μην το επιδιώξουμε. Μπορεί να επιθυμούμε κάτι και να θεωρούμε ότι δεν έχουμε τα μέσα για να το αποκτήσουμε άρα να μην κάνουμε τίποτα. Μπορούμε διαρκώς να κυνηγάμε τις επιθυμίες μας χωρίς να μπορούμε να μείνουμε χωρίς επιθυμία. Έχουμε πάντα την επιλογή ή να φροντίσουμε την επιθυμίας μας ή να της αντιταθούμε. Εάν δεν έχουμε μάθει να τη φροντίζουμε, θα πρέπει να μάθουμε βήμα βήμα να την αγκαλιάζουμε, να την προσπαθούμε, να την επαναπροσδιορίζουμε και να ακούμε τα σημάδια καθοδήγησης προς αυτήν. Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο να αισθανόμαστε ότι θέλουμε κάτι π.χ. αγάπη και ουσιαστικά να κάνουμε βήματα αντίθετα από αυτήν. Ο δρόμος προς την ικανοποίησή της δεν είναι πάντα βατός. Για παράδειγμα για να την εκπληρώσουμε μπορεί να χρειαστεί να μοιραστούμε ή να ζητήσουμε κάτι από τον άλλο που από μόνο του μπορεί να μας βάλει σε ευάλωτη θέση στην οποία μπορεί να μας είναι δύσκολο να μπούμε. Μπορεί να χρειαστεί να έρθουμε σε επαφή με βαθύτερα θέματά μας όπως τί σημαίνει το γεγονός ότι έχουμε αυτή τη συγκεκριμένη επιθυμία και θέλουμε να εκπληρωθεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο απορρίπτοντας ίσως άλλους τρόπους με τους οποίους μπορεί να εκπληρωθεί. Όπως όλα τα πράγματα, έτσι και αυτό ειδωμένα υπό το πρίσμα της πνευματικότητας ανάγεται σε κάτι μεγαλύτερο. Είτε το αναγνωρίζουμε, είτε όχι, είμαστε σε διαρκή σχέση με ο,τιδήποτε υπάρχει και αλληλεπιδρούμε συνεχώς με τρόπους που ίσως είναι δύσκολο ακόμα να κατανοήσουμε. Κάνουμε κάτι και έχει άμεση επίδραση σε κάποιον άλλον ή σε κάτι άλλο (το ίδιο σε ένα βαθμό ισχύει και για τις σκέψεις μας). Κόβουμε ένα φρούτο και επιδρούμε στη μορφή του, μιλάμε σε έναν άνθρωπο και τον επηρεάζουμε (σε μικρό ή μεγάλο βαθμό). Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, η μέγιστη επιθυμία προς ολοκλήρωση του ανθρώπου είναι η υπηρεσία στο όλο. Η δημιουργία και η εκπλήρωση μιας ατομικής επιθυμίας είναι πρωταρχικά μια εσωτερική κατάσταση προς ολοκλήρωση π.χ. μπορεί να θέλουμε να φάμε αλλά η βαθύτερη επιθυμία μας μπορεί να είναι ότι θέλουμε να καλύψουμε το κενό ή τη μοναξιά που αισθανόμαστε. Κάτι αντίστοιχο γίνεται ιδιαίτερα εμφανές σε κοντινές σχέσεις όπου η επιθυμία του ενός περιμένουμε ότι μπορεί να εκπληρωθεί από τον άλλο π.χ.για ειλικρίνεια και αλήθεια αλλά αυτό δε συνεπάγεται αυτόματα ότι και ο άλλος επιθυμεί το ίδιο ή είναι σε θέση κάθε δεδομένη χρονική στιγμή να μας την καλύψει για τον οποιονδήποτε λόγο. Στις σχέσεις μας με τους άλλους το φώς μας μπορεί να φωτίζει τα σκοτάδια του άλλου και το φώς του άλλου τα σκοτάδια τα δικά μας καλώντας για επανπροσδιορισμό, ιεράρχηση, υπευθυνότητα και ειλικρίνεια απένταντι στις επιθυμίες μας και τις επιθυμίες του άλλου. Κάποιες από αυτές οφείλουμε να τις φροντίσουμε μόνοι μας και κάποιες μπορεί να ζητήσουμε να κάνει κάτι ο άλλος για να φροντιστούν. Από ενήλικη θέση μπορούμε να διαπραγματευτούμε τις επιθυμίες μας, να ζητήσουμε και να ακούσουμε, να πάρουμε και να δώσουμε, να συμφωνήσουμε και να αρνηθούμε εάν το θελήσουμε με πιθανά εμπόδια τον εγωισμό, την ανασφάλεια, το αίσθημα έλλειψης κ.ά. Με αγάπη, Παναγιώτης Αγαπητέ αναγώστη,
Το σημερινό θέμα είναι πολύ κοντά στη καρδιά μου και μία από τις πολύ προσωπικές μου προκλήσεις στη ζωή. Για κάποιους ανθρώπους η χαρά και το βίωμά της αποτελεί κάτι δεδομένο. Κάτι που έμαθαν από παιδιά, κάτι που πάντα υπήρχε χώρος να βιώσουν, να εκφράσουν και να μοιραστούν με την οικογένειά τους, με τους φίλους και τα κοντινά τους περιβάλλοντα. Η ευφορία της χαράς είναι σαν ένα είδος ναρκωτικού που, εύλογα, οδηγεί στην αναζήτηση περισσότερης. Κυνηγούν, δηλαδή, κάθε εμπειρία, κάθε τί που μπορεί να τους φέρνει κοντά σε αυτό το συναίσθημα αποφεύγοντας τα αντίθετά του, παρόμοια με ένα ναρκομανή που ψάχνει να βρεί τη δόση του για να διατηρήσει την κατάστασή του μακριά από τον πόνο. Για κάποιους άλλους ανθρώπους το βίωμα της χαράς είναι μία πιό σύνθετη διαδικασία. Είτε γιατί βίωσαν κάτι τραυματικό ως παιδιά, είτε γιατί το περιβάλλον που μεγάλωσαν δε την ενθάρρυνε τόσο για τον οποιονδήποτε λόγο, είτε γιατί ως ψυχές μπορεί να είναι πιό κοντά με άλλα συναισθήματα και βιώματα. Η σχέση τους, λοιπόν, με τη χαρά διακόπηκε για λίγο, εμποδίστηκε ή μεσολαβήθηκε από άλλα, δύσκολα συναισθήματα όπως λύπη, θυμός, φόβος. Η αποκατάσταση, λοιπόν, της σχέσης με τη χαρά για αυτούς τους ανθρώπους μπορεί να χρειάζεται να δουλευτεί και μπορεί να διαρυγνύεται πιό εύκολα με κάποια υπενθύμιση του γεγονότος που τη διέκοψε (θάνατος, αρρώστια, τραυματικό συμβάν κλπ). Σε καμία περίπτωση δεν υπονοώ ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν τη χαρά ή ζουν διαρκώς στην αγωνία ότι θα διακοπεί από στιγμή σε στιγμή. Ζούμε σε κοινωνίες που έχουν εμμονή υπέρ των 'θετικών' συναισθημάτων και ενάντια στα λεγόμενα 'αρνητικά'. Χαρά, ευτυχία, ικανοποίηση πρέπει να βιώνονται σε καθημερινή βάση και αν τολμήσει κάποιος να μη χαμογελάσει, τότε σημαίνει ότι δεν είναι καλά ή ότι έχει κατάθλιψη. Αναρωτιέμαι αν πραγματικά πιστεύει κανείς ότι ένας άλλος άνθρωπος επιλέγει συνειδητά να νιώθει μοναξιά, λύπη, αγανάκτηση, θυμό, πόνο. Όλοι έχουμε συναντήσει ανθρώπους που βιώνουν δύσκολα συναισθήματα για μεγάλες περιόδους ίσως και ολόκληρα χρόνια και έχουμε επηρεαστεί ή νιώσει άσχημα για το ότι δεν κάνουν κάτι για να το αλλάξουν (ή δεν αφήνουν κάποιον να τους βοηθήσει). Το πόσο διαρκεί το πένθος κάποιου, το αν κάποιος ξέρει πώς να εκφράσει και να μετουσιώσει δύσκολα συναισθήματα σε κάτι άλλο, το αν έχει έλεγχο ή προσπαθεί να εκφράσει κάτι μέσα απο αυτά είναι καθαρά προσωπικές πορείες και ο καθένας μπορεί να δώσει τις δικές του απαντήσεις. Αντίστοιχα, είναι προσωπικό το αν και τί είδους θέση παίρνει απέναντι σε έναν άνθρωπο που βιώνει τέτοια συναισθήματα π.χ. αν κάποιος δε συνδέεται με τον πόνο του, τότε δεν θα μπορέσει να συνδεθεί και να συμπαρασταθεί στον πόνο κάποιου άλλου. Είμαι απο τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι τα συναισθήματα δεν είναι αυτές οι ανεξήγητες καταστάσεις στις οποίες βρίσκει ξαφνικά κάποιος τον εαυτό του, αλλά καταστάσεις που φέρουν πληροφορίες για τη σχέση με τον εαυτό μας και το περιβάλλον μας σε μία κάποια χρονική στιγμή (κοντινή ή μακρινότερη). Για παράδειγμα, εάν αισθανόμαστε φόβο, το σύστημά μας έχει καταγράψει κάτι απειλητικό (φανταστικό ή πραγματικό) και μας ενημερώνει για αυτό μέσω του συναισθήματος του φόβου. Σκεφτόμενος τη χαρά μία λέξη έρχεται ξανά και ξανά στο μυαλό μου.. επάρκεια. Είτε πρόκειται για αντικείμενα, για συνθήκες ή για σχέσεις με ανθρώπους το γεγονός ότι κάποιος αισθάνεται χαρά για κάτι, σημαίνει ότι εκτιμά (αξιολογεί) κάτι τη δεδομένη στιγμή που του είναι αρκετό. Σαν μια μορφή πληρότητας, μια κατάσταση ευφορίας όπου αυτό για το οποίο κάποιος είναι χαρούμενος είναι αρκετό για να γεννήσει αυτό το συναίσθημα ως απάντηση. Παρατηρώ ξανά και ξάνα ανθρώπους (και έχω υπάρξει ένας από αυτούς) που χάνονται μέσα στη μέρα, στη βδομάδα, στη στιγμή τους γιατί τίποτα δεν είναι αρκετό. Θέλουν να κάνουν κι άλλα πράγματα, υπάρχει μία διαρκής αγωνία ότι δεν έχουν κάνει αρκετά, ότι δε τους φτάνει ο χρόνος, ότι κάτι έχουν ξεχάσει, ότι κάποιον ή κάτι δεν έχουν φροντίσει, ότι δεν έχουν δικαίωμα να κατεβάσουν το διακόπτη της υπερκίνησης γιατί δεν έχουν φτάσει το 'αρκετό'. Νομίζω ότι όλοι καταλαβαίνουμε το πόσο κουραστικό μπορεί να είναι αυτό για το ίδιο το άτομο και ίσως για τους γύρω του που μπορεί να προσπαθούν να συνδεθούν μαζί του. Μέσα σε αυτήν την αγωνία, το άτομο χάνει την προοπτική της χαράς καθώς αυτή γίνεται το συναίσθημα που μετατίθεται στο μέλλον και θα το αισθανθεί όταν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Μια συνεχώς μετακίνηση, λοιπόν, μία ολοκλήρωση που δε συμβαίνει ποτέ. Σαν ένας γάμος που μένει συνεχώς στα προεόρτια και ουσιαστικά δεν πραγματοποιείται ποτέ, ούτε αυτός, ούτε το γλέντι του. Το βίωμα της χαράς καλεί για μία παύση, για μια στιγμή ανάσας όπου ο άνθρωπος θα μπορέσει να αναγνωρίσει και να εκτιμήσει αυτό που έχει, αυτό που συμβαίνει, αυτό που έχει ήδη πετύχει, αυτό που σχεδιάζει να πετύχει, τους ανθρώπους που έχει στη ζωή του και τον αγαπάνε, το γεγονός ότι είναι ζωντανός και παίρνει ανάσα εκείνη τη στιγμή, για τη δημιουργία, τη ζωή και την αγάπη που υπάρχει γύρω του και για τόσα άλλα. Η λίστα είναι ατέλειωτη, τόσο που θα μπορούσαμε να πούμε ότι μπορούμε συνέχεια να ζούμε με δέος για το πόσους λόγους έχουμε να είμαστε χαρούμενοι κάθε στιγμή. Το να αποκοπούμε από τη χαρά, είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι, είναι αναπόφευκτο γιατί στη ζωή υπάρχουν δυσκολίες, πιεζόμαστε, αρρωσταίνουμε, πονάμε, κλαίμε, αποχωριζόμαστε, φοβόμαστε. Το να θέτουμε όμως τη ζωή μας στην προοπτική της χαράς, όποτε και όσο μπορούμε, εκτιμώντας ο,τι υπάρχει, αυτό εξαρτάται από εμας... Με αγάπη, Παναγιώτης Αγαπητέ αναγνώστη,
Οι προβληματισμοί των ημερών παραμένουν γύρω από τις σχέσεις και ειδικότερα γύρω από τις ερωτικές σχέσεις. Έχω συζητήσει προηγούμενα για την ατομική ολοκλήρωση που μπορεί να επέλθει μέσα σε μια σχέση. Θέλω να συζητήσω λίγο περισσότερο τί μπορεί να περιλαμβάνει η διαδικασία μιας σχέσης. Νομίζω δε χρειάζεται να υπενθυμίσω ότι οι παρακάτω σκέψεις αποτελούν `προϊόν` των δικών μου γνώσεων και εμπειριών και επ ουδενί δεν παρουσιάζονται ως καμία `απόλυτη' αλήθεια. Όταν αρχίζουμε να γνωρίζουμε έναν άνθρωπο και μας αρέσει τότε σιγά σιγά αρχίζουμε και έχουμε συναισθήματα για αυτόν. Ενθουσιαζόμαστε, ερωτευόμαστε, παίρνει χρόνο και χώρο στο μυαλό, στη καρδιά, στη ζωή μας. Συμβαίνει μια καινουργία επαφή που μπορεί να συνεχιστεί σε σχέση και σιγά σιγά ή πιο γρήγορα αρχίζουμε να ανοιγόμαστε και να δείχνουμε το ποιοί είμαστε, τί έχουμε ζήσει κλπ. Όσο συνεχίζεται η σχέση είναι σαν να προσκαλούμε στο σπίτι μας κάποιον και αρχίζουμε να του μιλάμε για αυτό, να του δείχνουμε τα διάφορα δωμάτιά του, τα μικροαντικείμενα, τί σημαίνουν για εμάς, πότε τα αγοράσαμε και γιατί τα βάλαμε στη θέση που μπήκαν κλπ. Εκθέτουμε, δηλαδή, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αυτό που είμαστε και ο,τιδήποτε μας αποτελεί. Μια διαδικασία ιδιαίτερα ευαίσθητη γιατί εμπεριέχει ίσως πράγματα που μας πονάνε, πράγματα για το οποία δεν είμαστε περήφανοι, δύσκολες εμπειρίες ζωής που μας έχουν σημαδέψει και σ ένα βαθμό μπορεί να έχουν δώσει μορφή στο ποιοί είμαστε, πώς βλέπουμε και συνδεόμαστε με τους άλλους και τον κόσμο κλπ. Ταυτόχρονα με εμάς, αρχίζει και μας δείχνει το σπίτι του και ο άλλος. Ανοίγεται και μπαίνει στην ίδια ευαίσθητη διαδικασία και μοιράζεται το ποιός είναι και τι φέρει σαν άνθρωπος, από το παρελθόν, το πώς είναι στο τώρα, μέχρι τα όνειρά του και τη βιοθεωρία του. Αυτές τις πληροφορίες που λαμβάνουμε κάπως τις ακούμε, κάπως τις αξιολογούμε, κάπως τις ερμηνέυουμε και κάπως συνδεόμαστε με αυτές όπως ακρiβώς κάνει και ο άλλος με τις δικές μας. Ο καθένας μπαίνει σε μια σχέση με κάποια θέση, με κάποιες προσδοκίες και με κάποιο φαντασιωτικό για το πώς φαντάζεται ότι είναι ο άλλος. Γνωρίζοντας σιγά σιγά τον άλλον αυτά ή επιβεβαιώνονται και εκπληρώνονται ή ανακαλύπτουμε ότι ο άλλος δεν είναι τελικά αυτό που νομίζαμε και ίσως θα θέλαμε. Για πολλούς έρωτες η ιστορία ολοκληρώνεται εκεί γιατί αυτό που ανακαλύπτουν ή βλέπουν ο ένας ή και οι δύο είναι ότι αυτό που είναι ο άλλος δε τους ταιριάζει, δεν παιρνάνε καλά, δεν το θέλουν. Έτσι, ο καθένας αποχωρεί από το σπίτι του άλλου με ειρηνικό ή βίαιο τρόπο. Για κάποιες άλλες σχέσεις ο έρωτας μπορεί να μη φύγει σε αυτό το σημείο γιατί ο ένας ή και οι δύο μπορεί να ανακαλύψουν ότι αυτό που είναι τελικά ο άλλος μπορεί να μην είναι ακριβώς αυτό που είχαν φανταστεί, αλλά συνεχίζει να τους αρέσει και να τους κεντρίζει το ενδιαφέρον. Στις σχέσεις υπάρχει μια πανέμορφη ευκαιρία προς την αυτογνωσία, την πνευματικότητα και την αγάπη. Η στενή σύνδεση με κάποιον ανασύρει σαν τις αναμνήσεις από ένα μπαούλο τους φόβους της δέσμευσης, της απόρριψης, του παρατήματος, του αποχωρισμού, της ευαλωσιμότητας. του κοντά και μακρία, της μοναξιάς και της συντροφικότητας του θανάτου. Ένας άνθρωπος που αισθάνεται τον εαυτό του μισό, ανεπαρκή, μη ενδιαφέροντα ή όποιο άλλο επίθετο που δηλώνει έλλειψη, θα προσελκύσει έναν άνθρωπο με αντίστοιχη ή αντίθετη αίσθηση για τον εαυτό του. Φανταστείτε κάποιον να δείχνει ότι μένει σε ένα ετοιμόροπο σπίτι να είναι με κάποιον ο οποίος πιστεύει ότι μένει σε ένα παλάτι. Εκ πρώτης όψεως ακούγεται ασύμβατο αλλα αν μεταξύ τους συμφωνηθεί ότι αυτούς τους ρόλους θέλουν να παίξουν τότε η σχέση μπορεί να λειτουργήσει για τους ίδους σε αυτή τη βάση. Θεωρώ ότι κάθε άνθρωπος ανεξάρτητα με το αν αισθάνεται ότι ζεί σε ένα παλάτι ή σε μια καλύβα, θα έχει κάποιο σπασμένο έπιπλο, κάποια χαλασμένη πόρτα, ίσως φρεσκοβαμμένους τοίχους ανάλογα με τις εμπειρίες και τα μαθήματά του στη ζωή. Μπορεί κάποιος να περάσει ολόκληρη τη ζωή του παρατηρώντας απο απόσταση και αγνοώντας ή κάνοντας ότι δε βλέπει τις επισκευές που χρειάζεται το σπίτι του και κάποιος άλλος να περάσει τη ζωή του φτιάχνοντας σιγά σιγά και με το ρυθμό του τις ζημιές και να χαίρεται με το πόσο ομορφαίνει αυτό μέρα με τη μέρα. Υπό την προοπτική της πνευματικότητας δεν υπάρχει καλύτερο και χειρότερο σπίτι, δεν υπάρχει καλύβα ή παλάτι και ταυτόχρονα όλοι έχουμε και καλύβα και παλάτι. Εκεί επέρχεται η πραγματική ολοκλήρωση καταφέρνοντας να αποδεχτούμε και να αγαπήσουμε τα αντίθετα μέσα μας και μαζί με αυτά τα αντίθετα και τις ατέλειες του κόσμου. Ο άλλος έρχεται με τα μάτια ενός καθρέφτη να μας δείξει -εάν θέλουμε να δούμε φυσικά- το πώς έιναι ακριβώς το σπίτι που μένουμε, το αν είμαστε ευτυχισμένοι εκεί, το τί θέλουμε να αλλάξουμε, ποιό μπορεί να είναι το σπίτι των ονείρων μας. Η επίσκεψη του άλλου στο σπίτι μας είναι μια ευκαιρία αγάπης γιατί μπορεί να μας δείξει μια ακόμη ζημιά, μπορεί να μας βοηθήσει να τη διορθώσουμε, μπορεί να μας δώσει μια ιδέα για μια καινούργια διακόσμηση, μπορεί να μας στηρίξει στο πώς θελουμε να το φτιάξουμε, μπορεί να μας δείξει το πώς συνδέεται το σπίτι μας με τα άλλα σπίτια. Φυσικά μπορούμε να κάνουμε το ίδιο για τον άλλον ανοίγοντας την καρδιά μας. Έχουμε πάντα την επιλογή να τον δεχτούμε ζητώντας κατανόηση και σεβασμό ή να υψώσουμε τα τείχη του εγωισμού υπερασπίζόμενοι το ότι έχουμε όλο το σπίτι υπό έλεγχο και δε χρειαζόμαστε κανένα. Η όποια σημαντική σχέση δεν αποτελεί από μόνη της ένα κοινό 'σπίτι', αλλά μπορεί να αποτελέσει ένα κοινό χώρο όπου τα δύο σπίτια μπορούν να συναντηθούν και αμοιβαία να επωφελούνται το ένα από το άλλο καθώς την ώρα που ένας μπορεί να δουλεύει στο υπόγειο, ο άλλος μπορεί να δουλεύει στην οροφή. Με αγάπη, Παναγιώτης Αγαπητέ αναγνώστη,
Η ιδέα και για αυτό το άρθρο υπάρχει καιρό στο μυαλό μου και αφορά στις έννοιες του ελέγχου και της παράδοσης. Μία μεγάλη αλήθεια της ζωής είναι ότι υπάρχουν πράγματα που μπορούμε να ελέγξουμε και πράγματα που δεν μπορούμε να ελέγξουμε στη ζωή μας. Μπορούμε να ελέγξουμε την κίνησή μας, το τί θα φάμε, το πού θα πάμε, το πού θα μείνουμε, τι αντιδράσεις θα έχουμε στις καταστάσεις που μας συμβαίνουν, ποιές πράξεις θα κάνουμε κλπ. Όταν ασκούμε τον έλεγχό μας ουσιαστικά χρησιμοποιούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο που έχουμε μία δεδομένη χρονική στιγμή τους πόρους που έχουμε διαθέσιμους σαν άνθρωποι (σωματική, ψυχική, νοητική και πνευματική ενέργεια) για να εκφράσουμε τη θέλησή μας, τα συναισθήματά μας, να οριοθετηθούμε, να δηλώσουμε δηλαδή εξωτερικά το ποιοί είμαστε, τί θέλουμε και τί μας συμβαίνει σε μία δεδομένη χρονική στιγμή σε μία συγκεκριμένη κατάσταση. Όταν αισθανόμαστε ότι πεινάμε για να ικανοποιήσουμε την ανάγκη μας και να επέλθει πάλι ισορροπία (ομοιόσταση) στον οργανισμό μας κινητοποιούμαστε για να βρούμε κάτι να φάμε. Υπάρχει, λοιπόν, ένα εσωτερικό ή εξωτερικό κάλεσμα και χρησιμοποιούμε τα διαθέσιμα μέσα και τις δυνάμεις μας για να απαντήσουμε όσο καλύτερα γίνεται για να διατηρήσουμε μία αίσθηση ηρεμίας, ικανοποίησης, πληρότητας. Συνολικά, κάθε φορά που ολοκληρώνουμε αυτή τη διαδικασία αισθανόμαστε ασφάλεια, σιγουριά, δύναμη και ηρεμία ότι μπορούμε να προσφέρουμε αυτά τα αισθήματα στον εαυτό μας ανεμπόδιστα και έτσι πάνω σε αυτά να χτίσουμε τη ζωή μας με σταθερότητα. Σε περιπτώσεις που αισθανόμαστε ότι τα μέσα ή οι δυνάμεις που διαθέτουμε δεν επαρκούν για να απαντήσουμε σε ένα συγκεκριμένο κάλεσμα, τότε αισθανόμαστε ότι χάνουμε τον έλεγχο. Μπορεί δηλαδή να στρεσαριστούμε, να πανικοβληθούμε, να μπούμε σε καταστάσεις 'μάχης' (fight), 'φυγής' (flight) ή 'παγώματος' (freeze) και τελικά να καταβληθούμε στην απραγία προκειμένου να επέλθει μία κάποια συστημική ισορροπία. Για παράδειγμα, εάν σε μια δουλειά το αφεντικό μας είναι συνέχεια επικριτικό με εμάς και δεν μας αφήνει να πάρουμε πρωτοβουλίες ή να βρούμε τρόπους για να διαχειριστούμε καλύτερα τον όγκο δουλειάς μας τότε μπορεί να νιώσουμε εγκλωβισμένοι, ανίκανοι, μη παραγωγικοί και τελικά να χάσουμε τον ενδιαφέρον μας για τη δουλειά. Απ' την άλλη πλευρά, υπάρχουν στις ζωές μας πράγματα που δεν άπτονται του ελέγχου μας όπως π.χ. μία ασθένεια, μία απώλεια, ένα χωρισμός, ένα ατύχημα κλπ. Παρόμοια, υπάρχουν καταστάσεις όπως μια καινούργια δουλειά, μία γνωριμία, μία καινούργια πόλη, ένα καινούργιο εγχείρημα όπου οι άγνωστοι παράγοντες κυριαρχούν και άρα η δυνατότητα ελέγχου μικραίνει καθώς ο αριθμός των πιθανών σεναρίων έκβασης είναι πολύ μεγάλος. Νομίζω ότι όλοι συμφωνούμε ότι αυτές οι καταστάσεις είναι αρκετά δύσκολες ως προς την αφομοίωση μίας τέτοιας εμπειρίας, η ερμηνεία και η αποδοχή, δηλαδή, του τί σημαίνει αυτό που συνέβει, γιατί συμβαίνει σε εμάς, πώς αισθανόμαστε για αυτό και πώς τελικά μπορούμε καλύτερα να το διαχειριστούμε πάλι προς την επιστροφή σε μία εσωτερική ισορροπία. Μπορεί να δοκιμάσουμε να χρησιμοποιήσουμε τους τρόπους ελέγχου που ξέρουμε, να κάνουμε δηλαδή το γνώριμό μας, μπορούμε να πάρουμε απόσταση και να παρατηρήσουμε αυτό που συμβαίνει και να πράξουμε μόλις αισθανθούμε έτοιμοι, μπορούμε να τρομάξουμε και να φύγουμε ή να αποφύγουμε την κατάσταση, μπορούμε να απορροφηθούμε σε σκέψεις και συναισθήματα και να χάσουμε επαφή με αυτό που πραγματικά συμβαίνει, μπορούμε να αρνηθούμε αυτή τη νέα άγνωστη εμπειρία και να αποσυρθούμε ή να προσκολλήσουμε σε γνώριμες συμπεριφορές. Οι δυνατότητες ή και συνδυασμοί απαντήσεων είναι πάμπολες σχεδόν όσοι άνθρωποι υπάρχουν στον πλανήτη. Η σκέψη μου εδώ είναι ότι καταστάσεις σαν κι αυτές είναι καλέσματα προς παράδοση. Είναι οι πιό καλές υπενθυμίσεις για το ποιός είναι πραγματικά ο καθένας μας, τί είναι σημαντικό για τον ίδιο και τη ζωή του και τελικά τί θέλει να ζήσει και να δημιουργήσει. Αυτές οι εμπειρίες, μόνο αν τις δούμε ως τέτοιες, προσφέρουν τη δυνατότητα τις επαφής μας με κάτι μεγαλύτερο μέσα μας, συνολικά με την ύπαρξη, με το σύμπαν, με το θείο- διαλέξτε όποια λέξη σας ταιριάζει-. Μέσα από το βίωμα και την επεξεργασία του πόνου (πένθους) της απώλειας και της θνητότητας, του φόβου προς το άγνωστο, της αγωνίας στο αβέβαιο, της μοναξιάς της ατομικής εμπειρίας, της παραδοχής της αδυναμίας, της θλίψης της μη τελειότητας, μπορούμε ίσως να συνειδητοποιήσουμε και να εκτιμήσουμε τις δυνατότητες στη χαρά για ζωή, την εμπιστοσύνης σε εμάς και στους άλλους, την κοινή συλλογική εμπειρία, την εκτίμησης και ωφέλιμη χρήση των πραγματικών δυνάμεων μας, την αναγνώριση της ομορφιάς της ανθρώπινης φύσης. Αυτές οι επώδυνες, οι μη ευχάριστες και οι εκτός ελέγχου και προγραμματισμού εμπειρίες είναι ο χώρος της 'καταστροφής' μες στη ζωή, του ραγισματος μιάς μορφής για να μετουσιωθεί κάτι και να γεννηθεί κάτι καινούργιο, κάτι που δεν ξέραμε πριν ή δεν είχαμε φανταστεί για εμάς, για τους άλλους, για τον κόσμο. Παράδοξα ίσως, η παράδοση σε αυτά που μας συμβαίνουν και δεν έχουμε τον πλήρη έλεγχο μπορεί να αποτελεί την ευκαιρία μας προς αφομοίωση μεγαλύτερου βάθους και ύψους του τί σημαίνει 'εγώ', 'είμαι', 'συνδέομαι', 'αγαπώ', 'γνωρίζω' στον αέναο χορό της ζωής. Με αγάπη, Παναγιώτης Αγαπητέ αναγνώστη,
Το παρόν άρθρο το σκέφτομαι μέρες και διαφορετικές στιγμές είχε έμφαση σε διαφορετικές γωνίες του θέματος. Σίγουρα έχουμε όλοι πεί κάποια στιγμή μια φράση σαν 'Θα ήθελα να ήμουν εκεί τώρα' ή 'τί ωραία που θα ήταν αν συνέβαινε αυτό τώρα'. Φράσεις που δηλώνουν σαν κάτι να λείπει από το παρόν και το 'εδώ' και να υπάρχει κάπου αλλού ως προς τον τόπο και τον χρόνο. Διάφορες φιλοσοφίες (νεότερες και παλιότερες) και μέθοδοι όπως ο διαλογισμός προτάσσουν την επικέντρωση στο 'τώρα', στο παρόν ως το μόνο που υπάρχει προσβάσιμο σε εμάς. Σε αντιδιαστολή υπάρχει το παρελθόν που έχει περάσει και το μέλλον που δεν έχει έρθει ακόμα. Κάθε στιγμή έιναι το τικ ενός ρολογιού, το ανοιγοκλείσιμο ενός ματιού, ένα γρήγορο κοίταγμα, μία νότα, ένα νεύμα, ένα άγγιγμα, μία λέξη. Μία στιγμή μπορεί να είναι πολλά πράγματα. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής είναι οργανωμένος γύρω από ένα χρονικό συνεχές. 'Είμαι αυτός' το οποίο περιλαμβάνει το μέρος που έχουμε προέλθει, το τί έχουμε κάνει στο παρελθόν και συνθέτει το 'ποιός έιμαι΄ τώρα. Συνεχίζει με το 'πάω εκεί', 'κάνω αυτό' ('η δουλειά καλά'), 'είμαι καλά' ή ΄δεν είμαι καλά αυτήν την περίοδο για αυτό και για αυτό το λόγο' και ολοκληρώνεται με το 'σχεδιάζω να κάνω αυτό', 'προγραμματίζω το τάδε', 'ονειρέυομαι να ζώ έτσι' κλπ. Το ποιοί είμαστε, το τί κάνουμε και το πώς προγραμματίζουμε τη ζωή μας οργανώνεται, δηλαδή, σε μια χρονική λογική συνέχεια σαν από το Α στο Β, από το 8 στο 9 πάντα με βάση την καλυτέρευση, του τί θελουμε να έχουμε, τί θέλουμε να κάνουμε, πώς να χρησιμοποιησούμε, δηλαδή, την ύλη μας, αυτό που ξέρουμε από εμάς, το 'θέλω να χαρώ ακούγοντας την τάδε μουσική' ή 'θέλω να ξεσπάσω πηγαίνοντας γυμναστήριο'. Προς τί τότε η προτροπή για το 'τώρα'; Tί μπορεί να κρύβει το 'τώρα' που δεν υπάρει ήδη στο συνεχές που μόλις περιέγραψα; Το 'τώρα' μπορεί να κρύβει πολλά, ίσως και ο,τιδήποτε δεν έχει μπει στο σχεδιασμό μας. Μπορεί να κρύβει μια στενάχωρη σκέψη στη διάρκεια μιας χαρούμενης γιορτής, ανακούφιση σε μια δύσκολη στιγμή, το συναίσθημα του φόβου σε μια ασφαλή κατάσταση, την αγωνία του άγνωστου σε μια γνώριμη κατάσταση, την πίκρα εκεί που περιμέναμε μόνο χαρά, την ησυχία σε μια ταραγμένη περίοδο, την ανάσα σε μια πολυάσχολη περίοδο, ένα χαμόγελο στο κλάμα, την ελπίδα σε στιγμές απόγνωσης, το κενό στη χωρητικότητα ενός γεμάτου. Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους που δε ζούν αν δεν έχουν πρόγραμμα, που πρέπει να ξέρουν τί έχουν να κάνουν κάθε στιγμή αλλιώς αποσυντονίζονται, δεν είναι καλά και δυσκολεύονται να μείνουν με το άγνωστο μιας άδειας στιγμής. Πρέπει να σχεδιάσουν το μέλλον τους και να εξετάσουν κάθε δεδομένου πού μπορεί να οδηγήσει. Αντίθετα, έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους που δυσκολεύονται να δημιουργήσουν οποιοδήποτε πρόγραμμα και η ζωή είναι σαν να συμβαίνει σε αυτούς με κάποιο τρόπο χωρίς να επιλέγουν ακριβώς προς τα πού πάει. Κάθε επιλογή γίνεται ασφυκτική δεύσμευση και περικλείει περισσότερο άγχος από δημιουργία προς κάτι καλύτερο. Μία στιγμή έχει τη δύναμη να μας χαλάσει τη διάθεση και να μας απογειώσει στον ουρανό. Μιά στιγμή μπορεί να κρύβει ένα ολόκληρο σύμπαν μέσα της μόνο αν την ακούσουμε. Μία στιγμή μπορεί να δώσει μιά άλλη χροιά σε κάτι έντονο που ζούμε. Μια στιγμη μπορεί να μας δώσει μια πληροφορία για το πώς πραγματικά αισθανόμαστε ή τί πραγματικά χρειαζόμαστε στο 'τώρα' μας. Μία στιγμή μπορεί να μας δώσει βαθιά επαφή με τον εαυτό μας ή με κάποιο στενό μας άνθρωπο. Μία στιγμή μπορεί να μας φανερώσει μιά βαθύτερη αίσθηση απόλαυσης και εκτίμησης για αυτά ακριβώς που είμαστε, για αυτά που έχουμε, για αυτά που κάνουμε. Πώς θα ακούσουμε όμως κάτι από αυτά (ή τίποτα από αυτά στον ήχο της ησυχίας) όταν δεν υπάρχει παύση στο συνεχές; Όταν δεν ξέρουμε πώς να σταματήσουμε στο κυνηγητό; Όταν δεν ξέρουμε πώς να παρατηρούμε τον εαυτό μας, τί κάνουμε και τί σκεφτόμαστε; Μερικές φορές αυτό που αποκαλούμε ηρεμία, ισορροπία, γαλήνη, ανακούφιση, ευτυχία μπορεί να βρίσκονται πολύ πιό κοντά μας σε στιγμές από ό,τι έχουμε μάθει να πιστεύουμε. Με αγάπη, Παναγιώτης |
Παναγιώτης ΓουμαλάτσοςΨυχοθεραπευτής, Transformational Coach και Archives
March 2023
Categories |
Proudly powered by Weebly