Αγαπητέ αναγνώστη,
Όπως πάντα το γράψιμό μου προέρχεται από προσωπικά βιώματα και εμπειρική παρατήρηση. Σ' αυτό το κείμενο θέλω να ανοίξω κάπως μία μεγάλη συζήτηση για τη θέση που παίρνει κανείς απέναντι στο αν και πώς ονειρεύεται και εννοώ τα όνειρα που κάνει κάποιος όντας ξύπνιος. Στη ψυχοθεραπεία υπάρχουν (τουλάχιστον) τρείς εσωτερικές θέσεις/καταστάσεις από τις οποίες λειτουργούμε σε σχέση με τον εαυτό μας και τους άλλους. Η θέση του παιδιού, του γονέα και του ενήλικα. Κάθε θέση δεν είναι από μόνη της καλή ή κακή και μπορεί να αλλάζει μέσα στο χρόνο. Τα αρχικά μοτίβα αυτών των θέσεων τα μαθαίνουμε συνειδητά η ασυνείδητα, φυσικά πού αλλού, βιωματικά στην παιδική μας ηλικία. Έτσι μπορεί να έχουμε 'εγγράψει' και να συμπεριφερόμαστε σαν ένα άπλειστο ή μοναχικό ή φοβισμένο κ.ά. παιδί και έναν απόντα ή αυστηρό ή καταπιεσμένο ή φοβισμένο ή ευθυνόφοβο κ.ά. γονέα. Καθώς μεγαλώνουμε ηλικιακά 'αναγκαζόμαστε' με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο να 'πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας' και έτσι αναπτύσσουμε έναν ακόμα ρόλο, αυτόν του ενήλικα. Θεωρητικά η ειρηνική συνύπαρξη και η συνεργασία και των τριών καθιστά έναν άνθρωπο λειτουργικό που μπορεί να παίρνει αποφάσεις, να δημιουργεί σχέσεις, να κάνει μια δουλειά και να έχει δραστηριότητες που τον ενδιαφέρουν, να διαχειρίζεται δυσκολίες και γενικά να έχει μια ζωή που τον ικανοποιεί και μπορεί να την εξελίξει εάν θέλει. Καθεμιά από αυτές τις θέσεις εξυπηρετεί κάποιο βασικό πλαίσιο λειτουργίας θα λέγαμε. Το παιδί είναι αυτό που θέλει, που δε γνωρίζει περιορισμούς, όρια και κοινωνικές συμβάσεις, που έχει ξεγνοισιά και είναι αυθόρμητο, που συνεχώς ανακαλύπτει και ενδιαφέρεται για κάτι καινούργιο, που έχει έντονα και ατόφια συναισθήματα και τα εκφράζει και που εξαρτάται από κάποιον άλλο γιατί ακριβώς δε ξέρει τον κόσμο. Ο γονέας είναι αυτός ο άλλος που έχει την ευθύνη του παιδιού άρα και ορίζει τα 'πρέπει', είναι αυτός που αποφασίζει, που μαθαίνει στο παιδί τους κανόνες και τους περιορισμούς του κόσμου ώστε να επιβιώσει μέσα σε αυτόν, που γνωρίζει και έχει τον τρόπο να διαχειρίζεται πράγματα και να προχωρά. Με έναν τρόπο παιδί και γονεάς αλληλοπροσδιορίζονται, είναι σαν να μην υπάρχει ο ένας χωρίς τον άλλο και ο ένας να χρειάζεται τον άλλο για να υπάρξει. Η τρίτη θέση, αυτή του ενήλικα λειτουργεί σαν την 'υπερταυτότητα', την κατάσταση δηλάδή εκείνη όπου το παιδί και ο γονέας έρχονται μαζί για να διαπραγματευτούν τα 'θέλω', τα 'πρέπει' και τις αξίες τους, τα 'τί' και τα 'πώς' τους, τα 'ναί' και τα 'όχι' τους, το 'παρών' και το 'μέλλον' τους. Το παιδί μπορεί να θέλει να παίζει συνέχεια, έξω, επικίνδυνα, χωρίς σταματημό και επίγνωση και μπορεί να κάνει πολλά για να τα πετύχει αυτά και ο γονέας του απαντά με κανόνες και περιορισμούς, με τις ευθύνες, τις υποχρεώσεις και τα προβλήματα της ζωής, με τη δυσκολία της επιβίωσης και με το ρεάλισμο και την ωμότητα της ζωής. Κάπου αργότερα εμφανίζεται και ένας ενήλικας που προσπαθεί να βγάλει άκρη μεταξύ των δύο και να 'διοικήσει' κάπως τη ζωή του ανθρώπου αυτού ως προς κάποια κατεύθυνση. Κάπου επίσης εκεί εμφανίζονται ως 'από μηχανής' θεός και τα όνειρα, οι κρυφές ή φανερές δηλαδή βαθιές επιθυμίες κάποιου για το τί τον ενδιαφέρει, τί του αρέσει, τί θέλει να δημιουργήσει στη ζωή του που, φυσικά, μπορεί να αλλάζουν μέγεθος και σημασία από περίοδο σε περίοδο. Σε κάθε περίπτωση αποτελούν το 'οξυγόνο' μας, το νόημά μας, την κινητήριο δύναμη πάνω στην οποία μεταφέρουμε τη ζωή μας από στιγμή σε στιγμή και από πράξη σε πράξη. Έχω δεί ανθρώπους ξανά και ξανά να χάνονται στην καθημερινότητα της ζωής και να διάγουν μία ζωή χωρίς κατεύθυνση, χωρίς μεγάλη ικανοποίηση, χωρίς κανένα σημαντικό στόχο για εκείνους όποιος και να είναι αυτός, με δυσκολία στο να νιώσουν ότι πραγματικά πέτυχαν κάτι που ήθελαν γιατί, τουλάχιστον σε ένα επίπεδο, πιστεύουν ότι δεν υπάρχει. Έχω δεί τους ίδιους ανθρώπους να ταλαιπωρούνται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο γιατί παιδί, γονέας και ενήλικας βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση χωρίς ουσιαστική επίλυση της. Άλλες επιθυμίες έχει το παιδί, άλλους κανόνες προσπαθεί να επιβάλλει ο γονέας και ο ενήλικας (εσωτερικά πάντα) προσπαθεί εξουθενωμένος να διατηρήσει τη λειτουργικότητα του ατόμου παρά το χάσμα μεταξύ των άλλων δύο. Τις περισσότερες δε φορές όλη αυτή η διαδικασία είναι ασυνείδητη άρα και μη ελέγξιμη, γιατί τα μοτίβα τα οποία έχει υιοθετήσει κάθε θέση (π.χ. ενοχικό παιδί, κακοποιητικός γονέας κλπ) λειτουργούν τόσο αυτόματα που το άτομο δεν αναγνωρίζει καν από ποιά θέση λειτουργεί. Έχω δουλέψει θεραπευτικά με ανθρώπους που άλλο ονειρευόταν το παιδί μέσα τους να κάνουν και επειδή ο φυσικός και εσωτερικός τους γονιός δεν τους το επέτρεψε, δεν το έκαναν ποτέ και έτσι δεν εκπλήρωσαν αυτήν τους την επιθυμία που μπορεί να τους είχε οδηγήσει σε μία τελείως διαφορετική ζωή. Αν ο ενήλικας δε θρηνήσει και αποδεχτεί αυτήν την απώλεια (και όλες τις πιθανές άλλες που προκύπτουν από το ίδιο χάσμα), τότε θα ζεί με την άλυτη 'οδύνη' που μπορεί να μεταφέρεται σε άλλα πράγματα, όπως ανικανοποίητες σχέσεις κ.ά. Η ζωή εμπεριέχει άπειρες πολυπλοκότητες όση και απλότητα. Όταν οι γονείς ενός ανθρώπου δεν είναι οι ίδιοι αρκετά ενήλικες για να δείξουν και αυτόν τον δρόμο στα παιδιά τους, τότε πώς περιμένουμε τα παιδιά τους να διαθέτουν μια τέτοια 'ισορροπημένη' φωνή που θα οδηγεί τον άνθρωπο προς την εκπλήρωση των ονείρων του; Η απουσία ή η αδυναμία της θέσης του ενήλικα είναι ιδιαίτερα εμφανής και προβληματική σε κοινωνίες όπως η ελληνική όπου γονείς και παιδιά πολύ συχνά δεν ενηλικώνονται ποτέ γιατί δε στέκονται αρκετά μακριά σε (ψυχολογική και όχι μόνο) απόσταση από τον άλλο για να βγουν από τον αντίστοιχο ρόλο, άρα δεν αφήνουν και εσωτερικά χώρο στην 'αντίθετη' θέση. Οι γονείς θεωρούν τους εαυτούς τους συνεχώς γονείς υπονοώντας μια διαρκή θέση εξουσίας αλλά και απόκρυψης του εσωτερικού τους παιδιού και τα παιδιά θεωρούν τους εαυτούς τους συνεχώς παιδιά που χρειάζονται συνεχώς κάποιον άλλο ΄δυνατότερο' και γνώστη δίπλα τους για να ανταπεξέλθουν στη ζωή συνεχίζουντας ταυτόχρονα να διαπράττουν τις σκανταλιές τους χωρίς συνέπειες. Μια συνεχιζόμενη τέτοια νοοτροπία σε επίπεδο κοινωνίας δημιουργεί ένα αυτοναφορικό, άρα και βαθιά προβληματικό σύστημα, γιατί παρατηρούνται στην 'ενηλικίωση' παιδιά να λειτουργούν ως γονείς και γονείς να λειτουργούν ως παιδιά χωρίς να έχουν επίγνωση ότι το κάνουν με αποτέλεσμα την πολύ αργή εξέλιξής της κοινωνίας προς μία κατεύθυνση γιατί η δυναμική αυτή κρατάει τους πάντες 'δεμένους', σχεδόν στατικούς. Όταν κάποιος παίρνει πραγματικά το ρίσκο να κοιτάξει τον εαυτό του και την κοινωνία που ζεί στα μάτια μαζί με τα όνειρα και τους εφιάλτες τους, τη σιγουριά και την ευαλωτότητα τους, το φώς και το σκοτάδι τους, τότε ενδέχεται να ανοίξει ένας νέος δρόμος συνύπαρξης όπου η κατανόηση και η αγάπη για όλα τα κομμάτια ενός ανθρώπου, μπορούν να επεκταθούν σε όλες τις μορφές ύπαρξης. Ο πραγματικός ενήλικας είναι ένας ελεύθερος άνθιρωπος που μέσα και πέρα από τις κοινωνικές συμβάσεις κάνει μια ζωή που εκπληρώνει ή διαπραγμετεύεται τις αξίες και τα όνειρά του σε αρμονία με το περιβάλλον γύρω του γιατί κοινή ύλη και κοινή πορεία κάνουμε ως είδος. Έτσι, ο ελεύθερος αυτός ενήλικας μπορεί να παίρνει δύσκολες αλλά ωφέλιμες αποφάσεις και μπορεί να τις στηρίζει, μπορεί να τολμά να δείχνει το ποιός πραγματικά είναι, μπορεί να σέβεται τον άλλο ακόμα και αν διαφωνεί, μπορεί να αγαπά και να εκτιμά τον εαυτό του και κάτι διαφορετικό, μπορεί να ονειρεύεται να δημιουργήσει αυτό που φαντάζει άπιαστο. Όσο μου επιτρέπουν τα δικά μου σκοτάδια, θα ονειρεύομαι και θα δουλεύω για έναν τέτοιο 'εαυτό΄και έναν τέτοιο ελέυθερο κόσμο. Με αγάπη, Παναγιώτης
0 Comments
Leave a Reply. |
Παναγιώτης ΓουμαλάτσοςΨυχοθεραπευτής, Transformational Coach και Archives
March 2023
Categories |
Proudly powered by Weebly